- ἀπέρρεε
- ἀπορρέωCat. Cod.Astr.imperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου … Dictionary of Greek
Βερσαλίες — (Versailles). Πόλη (85.726 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ιβελίν, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ιλ ντε Φρανς, περίπου 11 χλμ. ΝΔ του Παρισιού. Οι Β. αποτελούν ουσιαστικά μεγάλο στρατιωτικό και αστικό κέντρο σε διαρκή ανάπτυξη … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Κλαπαρέντ, Εντουάρ — I (Edouard Claparède, 1832 – 1870). Ελβετός φυσιοδίφης. Σπούδασε φυσικές επιστήμες και ιατρική στο Βερολίνο, όπου και ασχολήθηκε με τη μελέτη των εγχυματικών οργανισμών. Το 1862 διορίστηκε καθηγητής της συγκριτικής ανατομίας στη Γενεύη και, την… … Dictionary of Greek
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek